ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
(Κάντε κλικ)
Φόρεστ Γκαμπ

Forest Gump
Φόρεστ Γκαμπ (Forrest Gump) είναι ο τίτλος μιας βραβευμένης με Όσκαρ Αμερικάνικης ταινίας που βγήκε στις αίθουσες το 1994 και που αποτελεί διασκευή του ομώνυμου βιβλίου του Γουίνστον Γκρουμ (1986). Η ταινία αφηγείται την προσωπική ιστορία ενός απλού ανθρώπου και το επικό ταξίδι του στη ζωή, κατά τη διάρκεια του οποίου συνάντησε σημαντικές προσωπικότητες της ιστορίας, επηρέασε την ποπ κουλτούρα και έζησε από κοντά αξιοσημείωτα ιστορικά γεγονότα, των οποίων τη σημασία δεν κατάλαβε ποτέ, καθώς ήταν ένα άτομο χαμηλών νοητικών δυνατοτήτων
Η ταινία σημείωσε τεράστια εισπρακτική επιτυχία, αποτελώντας την ταινία με τις μεγαλύτερες εισπράξεις για τη χρονιά εκείνη στις ΗΠΑ. Συνολικά συγκέντρωσε 13 υποψηφιότητες για Όσκαρ, από τα οποίες κέρδισε τα 6, ανάμεσα στα οποία τα Βραβεία Καλύτερης Ταινίας, Καλύτερης Σκηνοθεσίας για τον Ρόμπερτ Ζεμέκις και Α΄ Ανδρικού Ρόλου για τον ηθοποιό Τομ Χανκς. To 2007, το Αμερικανικό Ινστιτούτο Ταινιών κατέταξε την ταινία στο #76 στη λίστα των καλύτερων ταινιών όλων των εποχών.
Η Πλοκή Η ταινία ξεκινά με τον Φόρεστ να κάθεται σε ένα παγκάκι στην πόλη της Σαβάνα, στη Τζώρτζια των ΗΠΑ, περιμένοντας να φτάσει το λεωφορείο του. Κατά τη διάρκεια της αναμονής, και με αφορμή ένα κουτί με σοκολατάκια που κρατούσε στα χέρια, ο Φόρεστ αφηγείται σε διάφορα άτομα που κάθονται ανά διαστήματα πλάι του, την παράξενη ιστορία της ζωής του. Άλλοι από αυτούς τον αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό και άλλοι εκφράζουν το θαυμασμό και το σεβασμό τους ακούγοντας τα κατορθώματά του.
Σύμφωνα λοιπόν με το Φόρεστ, μεγάλωσε σε μια μικρή πόλη, όπου ζούσε με τη δυναμική μητέρα του, και την οποία αγαπούσε πάρα πολύ. Εκείνη του δίδασκε να μην αισθάνεται διαφορετικός από τα άλλα παιδιά και να μην αφήνει κανέναν να τον θεωρεί ανόητο. Με τη σειρά του εκείνος τη λατρεύει και τη σέβεται απεριόριστα γιατί του εξηγούσε τον κόσμο με τρόπο που να τον καταλαβαίνει και να μην τον φοβίζει.
Στη διάρκεια της ζωής του ο Φόρεστ γνωρίζει μια πληθώρα ανθρώπων, ανάμεσα στους οποίους μεγάλες διασημότητες, όπως ο Τζον Λένον, ο Έλβις Πρίσλεϋ και τρεις Αμερικανοί Πρόεδροι. Τα άτομα που έπαιξαν, όμως, τον πιο καθοριστικό ρόλο στη ζωή του – εκτός φυσικά από τη μητέρα του – ήταν τρία: ο Μπέντζαμιν Μπάφορντ “Μπάμπα” Μπλου, ένας έγχρωμος συμπολεμιστής του στο Βιετνάμ που «ήξερε ό,τι μπορούσε κανείς να ξέρει για τις γαρίδες», ο υπολοχαγός Νταν Τέιλορ, ανώτερος του στο στρατό και κατοπινός του συνεργάτης, και τέλος η Τζένη, μια δυστυχισμένη κοπέλα που τη γνώριζε από μικρός και την οποία δεν έπαψε ούτε στιγμή να αγαπά.
Ο Φόρεστ λοιπόν, κατά τη διάρκεια της πλούσιας σε εμπειρίες ζωής του, ζει από κοντά γεγονότα που συντάραξαν την Αμερική των δεκαετιών '60 και '70, όπως ο Πόλεμος του Βιετνάμ, το κίνημα των Χίππις, τα πολιτικά σκάνδαλα και τη δημιουργία του σύγχρονού μας προσώπου του κόσμου. Τελικά καταλήγει να αναρωτιέται κατά πόσο όλοι μας έχουμε κάποιο πεπρωμένο, ή αν αιωρούμαστε εδώ κι εκεί τυχαία με το φύσημα του ανέμου. Ο ίδιος προσωπικά θα ήθελε να συμβαίνουν και τα δύο.
Κατά τη διάρκεια των περιπετειών του, ο Φόρεστ:
Η Πλοκή Η ταινία ξεκινά με τον Φόρεστ να κάθεται σε ένα παγκάκι στην πόλη της Σαβάνα, στη Τζώρτζια των ΗΠΑ, περιμένοντας να φτάσει το λεωφορείο του. Κατά τη διάρκεια της αναμονής, και με αφορμή ένα κουτί με σοκολατάκια που κρατούσε στα χέρια, ο Φόρεστ αφηγείται σε διάφορα άτομα που κάθονται ανά διαστήματα πλάι του, την παράξενη ιστορία της ζωής του. Άλλοι από αυτούς τον αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό και άλλοι εκφράζουν το θαυμασμό και το σεβασμό τους ακούγοντας τα κατορθώματά του.
Σύμφωνα λοιπόν με το Φόρεστ, μεγάλωσε σε μια μικρή πόλη, όπου ζούσε με τη δυναμική μητέρα του, και την οποία αγαπούσε πάρα πολύ. Εκείνη του δίδασκε να μην αισθάνεται διαφορετικός από τα άλλα παιδιά και να μην αφήνει κανέναν να τον θεωρεί ανόητο. Με τη σειρά του εκείνος τη λατρεύει και τη σέβεται απεριόριστα γιατί του εξηγούσε τον κόσμο με τρόπο που να τον καταλαβαίνει και να μην τον φοβίζει.
Στη διάρκεια της ζωής του ο Φόρεστ γνωρίζει μια πληθώρα ανθρώπων, ανάμεσα στους οποίους μεγάλες διασημότητες, όπως ο Τζον Λένον, ο Έλβις Πρίσλεϋ και τρεις Αμερικανοί Πρόεδροι. Τα άτομα που έπαιξαν, όμως, τον πιο καθοριστικό ρόλο στη ζωή του – εκτός φυσικά από τη μητέρα του – ήταν τρία: ο Μπέντζαμιν Μπάφορντ “Μπάμπα” Μπλου, ένας έγχρωμος συμπολεμιστής του στο Βιετνάμ που «ήξερε ό,τι μπορούσε κανείς να ξέρει για τις γαρίδες», ο υπολοχαγός Νταν Τέιλορ, ανώτερος του στο στρατό και κατοπινός του συνεργάτης, και τέλος η Τζένη, μια δυστυχισμένη κοπέλα που τη γνώριζε από μικρός και την οποία δεν έπαψε ούτε στιγμή να αγαπά.
Ο Φόρεστ λοιπόν, κατά τη διάρκεια της πλούσιας σε εμπειρίες ζωής του, ζει από κοντά γεγονότα που συντάραξαν την Αμερική των δεκαετιών '60 και '70, όπως ο Πόλεμος του Βιετνάμ, το κίνημα των Χίππις, τα πολιτικά σκάνδαλα και τη δημιουργία του σύγχρονού μας προσώπου του κόσμου. Τελικά καταλήγει να αναρωτιέται κατά πόσο όλοι μας έχουμε κάποιο πεπρωμένο, ή αν αιωρούμαστε εδώ κι εκεί τυχαία με το φύσημα του ανέμου. Ο ίδιος προσωπικά θα ήθελε να συμβαίνουν και τα δύο.
Κατά τη διάρκεια των περιπετειών του, ο Φόρεστ:
- διδάσκει στον Έλβις Πρίσλεϋ το χορό που έγινε σήμα κατατεθέν του
- εμπνέει τον Τζον Λένον να γράψει τους στίχους του τραγουδιού «Imagine»
- ξεσκεπάζει το Σκάνδαλο του Γουότεργκεϊτ
- λαμβάνει μέρος στη Διπλωματία του Πινγκ Πονγκ, παίζοντας στην εθνική ομάδα που εστάλη στην Κομμουνιστική Κίνα
- ξεκινά την τρέλα για το τζόγκινγκ
- εφευρίσκει το πρώτο “Smiley”, σκουπίζοντας το πρόσωπό του σε μια φανέλα
- σκέφτεται το σλόγκαν “Shit Happens”
- επενδύει, κατόπιν συμβουλής του υπολοχαγού Νταν, μέρος από τα κέρδη του σε μια εταιρία, που τελικά γίνεται ο κολοσσός των ηλεκτρονικών υπολογιστών “Apple”, αν και ο ίδιος πιστεύει πως πρόκειται για εταιρία που πουλάει φρούτα.
- Ο Φόρεστ είναι απόγονος του Νέηθαν Μπεντφορντ Φόρεστ, ιδρυτή της Κου Κλουξ Κλαν.
- Ως παιδί, διδάσκει στον Έλβις Πρίσλεϋ την περίφημη χορευτική κίνησή του με τη λεκάνη, ενώ όντας ακόμη άσημος νοικιάζει ένα δωμάτιο στο σπίτι των Γκάμπ.
- Ενώ προσπαθεί να ξεφύγει από μια παρέα παιδιών που τον κυνηγούν, η ταχύτητά του δεν περνά απαρατήρητη από τον προπονητή Μπέαρ Μπρύαντ του Πανεπιστημίου της Αλαμπάμα. Ο Φόρεστ γίνεται δεκτός στην ομάδα ράγκμπι του πανεπιστημίου για πέντε χρόνια, πράγμα που σημαίνει πως είναι μέλος στην ομάδα που συμμετείχε στο πρωτάθλημα το 1961. Όσο παίζει εντυπωσιάζει τον προπονητή του με την ταχύτητά του, αλλά και τον τρελαίνει με την ανοησία του. Τελικά γίνεται δεκτός στην εθνική ομάδα.
- Ως μέλος της Εθνικής Ομάδας Ράγκμπι, συναντά τον Πρόεδρο Τζον Κέννεντυ το 1963, όταν εκείνος τους προσκαλεί στο Λευκό Οίκο. Εκεί, παρατηρεί πως τα ποτά είναι δωρεάν και πίνει 15 μπουκάλια αναψυκτικό Dr. Pepper. Ενώ κάνει χειραψία με τον Πρόεδρο, εκείνος τον ρωτά πώς αισθάνεται. Ο Φόρεστ απαντά αφοπλιστικά: «Πρέπει να κατουρήσω».
- Στον πόλεμο του Βιετνάμ, ο Φόρεστ αφηγείται πως έψαχναν με τις ώρες στη ζούγκλα έναν τύπο με το όνομα “Τσάρλι” (παρατσούκλι των στρατιωτικών για τους Βιετκόνγκ).
- Αργότερα συναντά τον Πρόεδρο Λίντον Τζόνσον, που του απονείμει το Μετάλλιο της Τιμής για την ηρωική διάσωση των συμπατριωτών του στο Βιετνάμ. Αφού αναφέρει στον Πρόεδρο ότι τραυματίστηκε, εκείνος του λέει πως θα ήθελε κάποια στιγμή να δει το τραύμα. Ο Φόρεστ διστακτικά αλλά πειθήνια κατεβάζει το παντελόνι του και δείχνει ένα τραύμα στα οπίσθιά του. Ο Πρόεδρος απομακρύνεται μουρμουρίζοντας “God damn, son”.
- Αφού λαμβάνει μέρος στην Εθνική Ομάδα του Πινγκ Πονγκ, συναντά τον Πρόεδρο Ρίτσαρντ Νίξον, που τον ρωτά πού μένει και του προσφέρει ένα δωμάτιο σε ένα καλύτερο ξενοδοχείο, που αποδεικνύεται να είναι το Συγκρότημα Γουότεργκεϊτ. Το βράδυ τηλεφωνεί στην ασφάλεια (σε έναν τύπο που λέγεται Φρανκ Γουίλις), αναφέροντας πως δεν μπορεί να κοιμηθεί γιατί σε ένα γραφείο απέναντι υπάρχουν άντρες με φακούς που τον ενοχλούν. Έτσι έγιναν αντιληπτοί από τον Γουίλις οι διαρρήκτες, ξέσπασε το περίφημο σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ και ο Νίξον οδηγήθηκε σε πτώση.
- Επίσης ο Φόρεστ παραβρέθηκε κατά τύχη σε συγκέντρωση των Μαύρων Πανθήρων.
- Ο Φόρεστ συναντά τον Ντικ Κάβετ και τον Τζον Λένον στο τοκ σόου του Κάβετ, συνάντηση όπου όλοι οι διάλογοι είναι οι φράσεις που αργότερα – υποτίθεται – συμπεριλήφθησαν στο τραγούδι “Imagine” ("No possessions", "No religion too", "It's easy if you try...").
- Σε μια διαμαρτυρία για τον πόλεμο στην Ουάσινγκτον, ο Φόρεστ, ως φαντάρος που μόλις επέστρεψε, συναντά τον Άμπι Χόφμαν που του ζητά να πει δυο λόγια στα πλήθη για την εμπειρία του. Η ομιλία δεν ακούστηκε ποτέ εξαιτίας τεχνικής βλάβης, καθώς ένας αξιωματικός τράβηξε το βύσμα των μεγαφώνων. Η τελευταία του φράση ακούστηκε μόνο να σβήνει στον αέρα, όταν όλο το πλήθος απογοητευμένο, είδε τον πρωτεργάτη της διαμαρτυρίας, Χόφμαν, να ξεσπά σε λυγμούς μετά τον επίλογο. Σύμφωνα με τον ηθοποιό Τομ Χανκς τα λόγια που δεν ακούστηκαν ήταν: "Sometimes when people go to Vietnam, they go home to their mommas without any legs. Sometimes they don't go home at all. That's a bad thing. That's all I have to say about that." ("Μερικές φορές όταν οι άνθρωποι πάνε στο Βιετνάμ, γυρνούν σπίτι στις μαμάδες τους χωρίς να έχουν πια πόδια. Μερικές φορές δεν γυρίζουν καθόλου. Αυτά ήταν όσα έχω να πω γι' αυτό").